ἐπεικάσαι

ἐπεικάσαι
ἐπεικά̱σᾱͅ , ἐπεικάζω
surmise
fut part act fem dat sg (doric)
ἐπεικά̱σᾱͅ , ἐπεικάζω
surmise
fut part act fem dat sg (doric)
ἐπεικάζω
surmise
aor inf act
ἐπεικάσαῑ , ἐπεικάζω
surmise
aor opt act 3rd sg
ἐπεικάζω
surmise
aor inf act
ἐπεικάσαῑ , ἐπεικάζω
surmise
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επεικάζω — ἐπεικάζω (Α) εικάζω, υποθέτω, φαντάζομαι, στοχάζομαι, συμπεραίνω («ὡς δὲ ἐπεικάσαι» όσο μπορεί κανείς να υπολογίσει, Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εικάζω «υποθέτω, φαντάζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”